- διγονία
- η (ΑΝ) [δίγονος]αμφιγονίααρχ.διπλή γέννηση, γέννηση διδύμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διγονίαν — διγονίᾱν , διγονία double parturition fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)